Traducción de Mario Domínguez Parra
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
ή
Παραίνεση για μια φωτογραφία
Παλιώνω
μπορώ να πω απομακρύνομαι
βέβαια δεν τον εγκαταλείπω
είμαι η μνήμη του
(κάποτε κι εσείς θα χρειαστείτε κληρονόμους
το χαμένο θα ζητά με επιμονή πειστήρια)
είχε λοιπόν στα χείλη σβησμένο το τσιγάρο
σαν καπνιστής σε μαυρόασπρη γαλλική ταινία
(ή όπως ο Μπλεζ Σαντράρ στην κλασική φωτογραφία του)
καθάριζε με το μανίκι του τους δίσκους
πριν να τους βάλει στο γραμμόφωνο
ανάερα βαλς
άλλοτε ρεμβαστικές φωνές
κάτι μπελκάντο (με στροφές που έπεφταν)
γεμάτα χρατς
που τώρα μας αρέσουν στις παλιές ηχογραφήσεις
με το μανίκι τούς καθάριζε
βλέπετε το κεφάλι του με κλίση αριστερά
τάχα παίζει βιολί
ίσως να παρακολουθούσαν κι άλλοι τη σκηνή του δρόμου
είναι φθινόπωρο
(σοβαρά σύννεφα σε σχηματισμούς)
αναγνωρίζουμε την εποχή από τον ουρανό
όπως ο ερασιτέχνης των προγνώσεων
διακρίνει τα σημεία του καιρού
ή ένας φιλότεχνος δεν δυσκολεύεται
από το άφθονο κόκκινο
να αναγνωρίσει νέφη του Μονέ
τον βλέπετε χαμογελά στο φωτογράφο
άγνωστος σαν μεσαιωνικός συνθέτης ο φωτογράφος
(Ανωνύμου
που βλέπουμε κάτω απ’ τον τίτλο)
πρόσωπο
αν το καταλάβατε
της αρχαίας μου επαρχίας
αυτά ήταν δέντρα μπροστά απ’ το σπίτι του
(γκολ ποστ πολύ συχνά τα απογεύματα)
τον ενοχλούσε η φασαρία των θριάμβων
οι κραυγές
η μπάλα στα παράθυρα·
μπορείτε να τον επισκέπτεστε στο μέλλον
όταν θα λείπουμε θέλω να πω
μπορείτε να τον επισκέπτεστε
με αυτό το ποίημα-οδηγό:
το άνοιγμα με τα δέντρα
τα βαλς που χάνουν στις στροφές
η μπάλα στα κλειστά παράθυρα
OTOÑO
o
Advertencia sobre una fotografía
Envejezco
puedo decir me alejo
por supuesto no lo abandono
soy su memoria
(en algún momento también necesitaréis herederos
lo perdido con porfía pedirá indicios)
tenía entonces el cigarrillo apagado en los labios
cual fumador de película francesa en blanco y negro
(o como Blaise Cendrars en su clásica instantánea)
limpió con una manga los discos
antes de ponerlos en el gramófono
valses etéreos
en otro tiempo voces solazosas
algo de bel canto (con revoluciones que pierden fuelle)
llenas de los krach
que ahora nos gustan en las viejas grabaciones
con una manga los limpió
veis su cabeza con inclinación a la izquierda
como si tocara el violín
quizás otros sigan la escena de la calle
es otoño
(adustas nubes con formas)
reconocemos la época por el cielo
como el aficionado a los pronósticos
distingue las señales del tiempo
o como un amante de las artes al que
por el abundante rojo no le cuesta
reconocer las nubes de Monet
le veis se ríe ante el fotógrafo
ignoto cual compositor medieval el fotógrafo
(Anónimo
que vemos bajo el título)
rostro
si lo entendísteis
de mi antigua comarca
éstos eran árboles frente a su casa
(portería de fútbol con frecuencia por las tardes)
le molestaba la algarabía de los triunfos celebraciones
los gritos
la pelota contra las ventanas;
podéis visitarlo en el futuro
cuando faltemos quiero decir
podéis visitarlo
con este poema-guía:
la abertura con los árboles
el vals que pierden en las revoluciones
la pelota contra las ventanas cerradas
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ή
Έλεγχος σε επιβάτη με υπερμετρωπία
Πολύ πρωί ακόμα
χλιαρό αεράκι
θα ακολουθούσε ζέστη
αρχίζοντας διαφορετικά
ξημερώνει
το Αγγέλικα προς αναχώρηση
τελείωνε η επιβίβαση
(Πειραιάς
12 Ιουλίου του ’53)
ανοιχτές εφημερίδες
μικροπωλητές
δυο άνδρες αιφνιδίως στην πρυμναία σκάλα
(ο ένας στο πουκάμισο «Ματσάγγου Ελαφρά»)
Να περιμένετε! είπαν
Εδώ; είπε εκείνος
Κάτω από την τέντα στο κατάστρωμα
και αμέσως χαμηλόφωνα (σαν εμπιστευτικά)
Ταυτότητα!
στην τσέπη δεξιά στην άλλη απέναντι
στο παντελόνι
άνοιξε τη βαλίτσα
οι πιτζάμες
το τσίγκινο αυτοκινητάκι του μικρού χωρίς κουτί
(να εξοικονομήσει χώρο)
κύλησε προς την κουπαστή
για την ακρίβεια έφευγε αργά
στην κλίση που έχει το κατάστρωμα
οι χαώδεις φάκελοι στο τέλος
Οι ακτινογραφίες μου! είπε γονατισμένος
Από την επαρχία
για εξετάσεις είπε
τις έδωσε σαν να ήταν εκείνο που δεν έβρισκε·
μια ώρα πριν ανύποπτος στο πρόγευμα
(οι φρυγανιές του ράγιζαν με το μαχαίρι
και το παγωμένο βούτυρο)
βεντάλιες
φώναξε ένα παντελόνι
με άσπρα μυτερά παπούτσια και τιράντες
Να ψάξω ακόμα είπε
(τα μάτια του τεράστια πίσω απ’ τους φακούς)
εκείνοι ήθελαν να γελάσουν, ίσα που κρατιόνταν να μη γελάσουν, τον άφηναν να ψάχνει (για τον παράνομο μηχανισμό, σκέφτηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε). Χωρίς ταυτότητα, είπε ο βλοσυρός πιο βλοσυρός και έβγαλε το καπέλο για να ξύσει το κεφάλι του, αυτός μπροστά απ’ τη βαλίτσα σε στάση προσοχής, ήδη στο μέτωπό του έλαμπαν μικροί κόμποι ιδρώτα, ενώ οι τελευταίοι επισκέπτες κατέβαιναν προσεκτικά τη σκάλα
και στο σημείο αυτό
λίγο πριν ολοκληρωθεί η παρωδία
το ποίημα μένει επιφυλακτικό·
μοιάζω με αντίγραφο λέει
σίγουρα ήταν αλλιώς η ημέρα του ’53·
αυτοί που περνούν απ’ την εικόνα
είχαν σπίτι και παρελθόν·
άκουγαν κάτω απ’ τον ήλιο τη φωνή τους·
γύρω τους άλλαζαν οι εποχές·
τους τρόμαζε
(όπως συμβαίνει και με εμάς)
η ανάμνηση και η λέξη Tέλος
VERANO
o
Registro a un pasajero con hipermetropía
Muy de madrugada todavía
airecillo tibio
seguiría el calor
que empezaría de forma dispar
amanece
el Aguélika a punto de zarpar
concluyó el embarque
(El Pireo
12 de julio del 53)
periódicos abiertos
vendedores ambulantes
dos hombres de súbito en la escalera popel
(uno con «Matsagos Suaves»1 en la camisa)
¡Esperen! dijeron
¿Aquí? dijo él
Bajo la tienda en la cubierta
y al instante en voz baja (como en secreto)
¡Documentación!
en el bolsillo derecho en el otro enfrente
en el pantalón
abrió la maleta
los pijamas
el cochecito de hojalata sin caja del chiquillo
(para ahorrar espacio)
se movió hacia la barandilla
para ser exactos se precipitó lentamente
hacia la escora que tiene la cubierta
los caóticos sobres al final
¡Mis radiografías! dijo arrodillado
De las afueras
para los exámenes dijo
los hizo como si fueran aquello que no encontraba;
una hora antes incauto en el desayuno
(sus tostadas se partían con el cuchillo
y con la mantequilla helada)
abanicos
gritó un pantalón
con blancos zapatos puntiagudos y tirantes
Seguiré buscando dijo
(sus ojos enormes tras las lentes)
ellos querían reírse, a la vez que se aguantaban la risa, le dejaban buscar (por el mecanismo ilegal, pensó lo más en alto posible). Sin documentación, dijo el hosco el más hosco y se quitó el sombrero para rascarse la cabeza, el de enfrente cuadrándose desde la maleta, ya en su frente brillaban pequeñas cuentas de sudor, mientras los últimos visitantes bajaban con cuidado por la escalera
y en este punto
antes de completarse la parodia
el poema permanece cauteloso;
me parezco a una copia dice
seguro que fue de otra manera aquel día del 53;
los que pasan por la imagen
tenían casa y pasado;
escuchaban sus voces bajo el sol;
a su alrededor cambiaban las estaciones;
les asustaba
(como siempre ocurre)
el recuerdo y la palabra Fin
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
ή
Ιατρική επίσκεψη
Αυτή εν συντομία είναι
η ιστορία μιας ιατρικής επισκέψεως
πολύ παλιάς
τόσο που να αμφιβάλλεις
με πόση ακρίβεια μεταδίδεται
ένα μικρό παιδί λοιπόν, κρυολογημένο, ζώντας στα αιθέρια αρώματα του οινοπνεύματος, της καμφοράς και του ευκαλύπτου, ήθελε να αποφύγει την ιατρική επίσκεψη, φοβόταν όπως φοβούνται οι ενήλικες που ακούνε πάντα στην εξέταση απειλητικούς ψιθύρους (του αναλογούσε ας πούμε ένα παιδικό μερίδιο απ’ το ταμείο του κοινού μας φόβου).
Mε πόση ευκολία όμως το παραπλάνησαν:
ο άγνωστος που έφτασε το απόγευμα με τη βροχή
έβγαλε αμέσως τη μουσκεμένη καμπαρντίνα
και φόρεσε
απ’ το λαιμό έως τα γόνατα
υγρός ακόμη
την ποδιά του ξυλουργού
και βέβαια δεν ήταν γιατρός
φαινόταν άλλωστε υπεράνω υποψίας, εξέταζε ως ειδικός τα έπιπλα, τον καναπέ (στάθηκε και είδε τη μεγάλη θαλασσογραφία με το φάρο), τα θερμομέτρησε εμβριθώς (απ’ το δωμάτιο το παιδί δεν είχε χάσει ούτε μια κίνηση), στο πάμφωτο σαλόνι τα είχε όλα ακροαστεί ο άγνωστος, με αργές κινήσεις άρχισε να πλησιάζει το κρεβάτι, βρέχει ασταμάτητα, είπε αδιάφορα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τη δυνατή βροχή, δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό, μουρμούρισε βγάζοντας ένα στηθοσκόπιο από την τσάντα, χειμώνας επανέλαβε δύο φορές
σήκωσε την πιτζάμα του παιδιού
από την πόρτα έβλεπαν τη σκηνή
η μητέρα του έσφιγγε το λευκό χερούλι (από πορσελάνη)
με το δεξί του χτύπησε το άλλο χέρι
που είχε στην πλάτη
ύστερα ένα θερμόμετρο
ανάποδα το κουτάλι για τη γλώσσα
αδιευκρίνιστα καθησυχαστικός
έγινε μια μεγάλη παύση
τον έβλεπαν που έφερε το μπλοκ από την τσάντα
(sodium glycerol
hydroxide και ethanol 3 x 1)
το άφησε στο κομοδίνο κάτω απ’ το πορτατίφ
(ή μήπως το έδωσε στα χέρια της;)
θέμα τεσσάρων ημερών
είπε η αυθεντία
πηγαίνοντας στην κρεμασμένη καμπαρντίνα
και ήδη ο μικρός καθόταν στο θρανίο του
ο δάσκαλος με άσπρα δάχτυλα
ζωγράφιζε στον πίνακα ένα σύμφωνο
γύριζε έβλεπε την τάξη
ενώ
α-
βα-
ρής
σαν
σκόνη
αι-
ω-
νιό-
τη-
τας
έ-
πε-
φτε
αρ-
γά
η
κι-
μω-
λία
στα
πα-
πού-
τσια
του
INVIERNO
o
Visita médica
Ésta es en resumen
la historia de una visita médica
muy antigua
tanto que dudas
con qué exactitud se transmite
un chiquillo entonces, acatarrado, viviendo en los etéreos aromas del alcohol, el alcanfor y el eucalipto, quería evitar la visita médica, tenía miedo como lo tenían los adultos que siempre escuchan amenazantes susurros en la revisión (le correspondía digamos una porción infantil de la tesorería de nuestro miedo común).
Con cuanta facilidad sin embargo lo engañaron:
el desconocido que llegó por la tarde con la lluvia
se quitó al instante la gabardina empapada
y aunque todavía mojado
desde el cuello hasta las rodillas
se puso
el mandil del carpintero
y claro no era médico
parecía además por encima de cualquier sospecha, examinó cual experto los muebles, el sillón (se detuvo a contemplar la gran marina con el faro), les tomó la temperatura concienzudamente (desde la habitación el niño no se había perdido ni un movimiento), en el refulgente salón todo lo había auscultado el desconocido, con lentos movimientos comenzó a acercarse a la cama, llueve sin parar, dijo indiferente mirando desde la ventana la intensa lluvia, no ha parado ni un minuto, murmuró mientras sacaba un estetoscopio de su maleta, invierno repitió dos veces
le remangó el pijama al niño
desde la puerta veían la escena
su madre apretaba el blanco pomo (de porcelana)
con la derecha golpeaba la otra mano
que tenía en la espalda
después un termómetro
al revés la cuchara para la lengua
nebulosamente tranquilizador
se produjo una larga pausa
le vieron sacar su bloc de la maleta
(sodium glycerol
hydroxide y ethanol 3 x 1)
lo dejó sobre la cómoda bajo la lámpara de mesa
(¿o acaso se lo dio a ella en mano?)
cuestión de cuatro días
dijo la autoridad
mientras iba hacia la gabardina colgada
y ya el pequeño frente a su pupitre
el maestro de blancos dedos
dibujaba en la pizarra una consonante
se volvía veía la clase
mientras
in-
grá-
vi-
da
como
polvo
de
e-
ter-
ni-
dad
ca-
í-
a
des-
pa-
cio
la
ti-
za
so-
bre
sus
za-
pa-
tos
Notas
1 En el mismo correo, Mavrudís me explica que se trata de una marca de cigarrillos.
* El poeta, ensayista y editor griego Kostas Mavrudís nació en la isla de Tinos en 1948. Estudió Derecho en Atenas. Publicó sus primeros poemas en 1968. Desde 1978 edita la importante revista literaria ΤοΔέντρo (El árbol).
Es autor de los siguientes libros de poemas: Lenguajes dos (Λόγοι Δύο, Azina, 1973),Poesía (Ποίηση, Tram, 1978), El préstamo del tiempo (Το Δάνειο του Χρόνου, Kedros, 1989; 2ª edición de 1990; traducido al español por Vicente Fernández González y publicado por la editorial Miguel Gómez, dentro de su colección «Capitel», en 2001),Visita a un viejo senil (Επίσκεψη σε Γέροντα με Άνοια, Kedros, 2001; 2ª edición de 2002), Cuatro estaciones (Τέσσερις Εποχές, Kedros, 2010, libro del que provienen estos poemas aquí traducidos). Fernández González también ha traducido este último libro completo.
También ha publicado los libros de prosa Con billete de vuelta (libro de viajes, Με Εισιτήριο Επιστροφής, Estía, 1983; 2ª edición publicada por Plezron en 1999), La vida con enemigos (ensayos, Η Ζωή με Εχθρούς, Delfini, 1998; 2ª edición publicada por Melani en 2009), Las cortinas de Garibaldi (libro de viajes, Οι Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι, Nefeli, 2000) y Estenografía (aforismos, Στενογραφία, Kedros, 2006).
Escribir comentario