Katerina Anghelaki-Rooke. Traducción de Mario Domínguez Parra
A Juan Manuel Macías,
que sigue navegando
hacia Ítaca
Dice Penélope
And your absence teaches me
what art could not
DANIEL WEISSBORT
No tejía, no hilaba,
un escrito comenzaba y borraba
bajo el peso de la palabra
porque obstaculiza la perfecta expresión
cuando al interior el dolor le apremia.
Y pese a que la ausencia es el tema de mi vida
—ausencia de vida—
en el papel aparecen los llantos
y el dolor natural del cuerpo
que se endurece.
Borro, rasgo, ahogo
los gritos vivos
«dónde estás, venga, te espero
esta primavera no es como las otras»
y recomienzo de mañana
con nuevas aves y níveas sábanas
que se secan al sol.
Nunca estarás aquí
para regar las flores con la manguera
para que goteen las vetustas techumbres
cargadas de lluvia
y para que se diluya mi
personalidad en la tuya
tranquila, otoñalmente…
Tu electo corazón
—electo porque lo escogí—
siempre estará en otra parte
y yo con palabras cortaré
las hebras que me atan
al hombre preciso
al que anhelo
hasta que Odiseo devenga símbolo de Nostalgia
y surque los mares
en la mente de cada cual.
Te olvido con pasión
cada día
para que te purgues de los pecados
de la dulzura y del olor
y limpísimo ya
entres en la inmortalidad.
Es un trabajo duro e ingrato.
Mi único pago si comprendo
al final qué presencia humana
qué ausencia
o cómo funciona el ego
en tanto erial, en tanto tiempo
que para nada interrumpe el mañana
todo el cuerpo se reconstruye
se levanta y cae sobre la cama
como si lo apaleasen
ora enfermo ora enamorado
con la esperanza de
que lo que pierda en tacto
lo gane en esencia.
Λέει η Πηνελόπη
And your absence teaches me
what art could not
DANIEL WEISSBORT
Δεν ύφανα, δεν έπλεκα,
ένα γραπτό άρχιζα, και έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
–απουσία από τη ζωή–
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.
Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
«που είσαι, έλα, σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δεν θα ’σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και νά ’χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά...
Η εκλεκτή καρδιά μου
–εκλεκτή γιατί τη διάλεξα–
θά ’ναι πάντα αλλού
κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος
κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρωδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά και άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πως λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πως δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σαν να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.
Los pretendientes
Desde la ventana
el jardín parece ser
de otra parte
y la casa viajar
sobre una hoja.
Por entre las persianas
como cortados en lonchas se reúnen
los pretendientes de mi silencio
organizan mi vida
cual velada
y asciende hasta los pisos superiores
el olor a churrasco
de las vituallas
de mi lejanísima espera.
Vuelan a mi lado los pretendientes
mareados por la luz
de mi soledad deslumbrante;
cuando los miro desde lo alto
es que me hallo en una cámara
llena de Odiseo.
No hablaré de nuevo
de su deliciosa voz
su escasa originalidad
que le hizo eterno desde el comienzo
sino de un cambio
una refulgente hebra
en mi interior.
En la espera llego a la esencia
de mi ser.
¿Cómo describir la semilla
cuando ya no se oculta
está desnuda y nada teme
se estremece, no se retuerce
y me impone la firmeza
del tiempo?
Una seriedad comienza en mí
y atrapa toda la naturaleza
si se prosigue la ruta
y la muerte será
una dignidad.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Escucho la algarabía abajo,
también yo antaño
con barro en la cabeza
azahares en las orejas
gritaba apasionada
«¡liberaos de las ataduras!»
pero las ataduras son profundas
una conducta
que uno se interpreta
a sí mismo.
Ahora sólo una ventana;
tras de mí, mi pequeña
sombra privada
mi mundo natural.
Encerrada en la casa
como en el tiempo
miro el árbol
como a dios:
fuera del tiempo.
Poco entiendo
mi presencia
aquí
contigo y aparte de ti;
mi carne te espera
pero mi pensamiento te vio venir
tiempo ha
y se ha vuelto a despedir de ti.
Los rostros existen
sólo en nosotros
sus ojos bogan
en las humedades de nuestro organismo.
Οι μνηστήρες
Άπ’ το παράθυρο
ο κήπος μοιάζει ν’ ανήκει
αλλού
και το σπίτι να ταξιδεύει
πάνω σ’ ένα φύλλο.
Μεσ’ απ’ τη γρίλια
κομμένοι φέτες συνεδρίαζουν
οι μνηστήρες της σιωπής μου
οργανώνουν τη ζωή μου
σαν βεγγέρα
κι ανεβαίνει ως τα πάνω πατώματα
η τσίκνα
απ’ τα εδέσματα
της μακρότατης αναμονής μου.
Πετούν γύρω μου οι μνηστήρες
ζαλισμένοι απ’ το φως
της εκθαμβωτικής μοναξιάς μου·
όταν τους κοιτώ από ψηλά
είναι που βρίσκομαι σε μια κάμαρη
γεμάτη Οδυσσέα.
Ας μη μιλήσω πάλι
για τη θεσπέσια φωνή του
τη λίγη πρωτοτυπία του
που τον έκανε αιώνιο απ’ την αρχή
αλλά για μιαν αλλαγή
μια λαμπερή κλωστή
μέσα μου.
Περιμένοντας φτάνω στην ουσία
του εαυτού μου.
Πως να περιγράψω το κουκούτσι
όταν πια δεν περιβάλλεται
είναι γυμνό και δεν φοβάται
δονείται, δε σπαρταρά
και μου επιβάλλει τη σταθερότητα
του χρόνου;
Μια σοβαρότητα αρχίζει από μένα
και πιάνει όλη τη φύση
αν η πορεία συνεχιστεί
κι ο θάνατος θα είναι
μια αξία.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ακούω κάτω τους αλαλαγμούς,
ήμουνα κάποτε κι εγώ
με λάσπες στο κεφάλι
λεμονανθούς στ’ αυτιά
φώναζα παθιασμένα
«λευτερωθείτ’ απ’ τα δέσμα!»
μα τα δεσμά είναι βαθιά
μια συμπεριφορά
που παίζει ο εαυτός
τον εαυτό του.
Τώρα ένα παράθυρο μόνο·
πίσω του η μικρή μου
ιδιωτική σκιά
ο φυσικός μου κόσμος.
Κλεισμένη μες στο σπίτι
όπως μες στο χρόνο
κοιτάζω το δέντρο
όπως το θεό:
έξω άπ’ το χρόνο.
Καταλαβαίνω λίγο
την παρουσία μου
εδώ
μ’ εσένα και χώρια από σένα·
το κρέας μου σε περιμένει
μα η σκέψη μου σ’ είδε να ’ρχεσαι
από καιρό
και σ’ έχει ξεπροβοδίσει πάλι.
Τα πρόσωπα υπάρχουν
μόνο μέσα μας
τα μάτια τους λάμνουν
στα υγρά του οργανισμού μας.
Nota biográfica
Katerina Anghelaki-Rooke nació en Atenas en 1939. Estudió en su ciudad natal (el primer curso de Filología Inglesa) y en el sur de Francia y en Suiza, en la Universidad de Ginebra. Se licenció en la Escuela de Traductores e Intérpretes (inglés, francés, ruso). Su primera publicación fue en 1956, en la revista Καινούργια Ἐποχή.
Ha publicado artículos y periódicos sobre poesía griega y sobre traducción de poesía en revistas y periódicos griegos y extranjeros.
Algunas de sus obras se han traducido a más de diez lenguas y se ha publicado poemas suyos en muchas antologías de todo el mundo.
Escribir comentario